- παρέκταμα
- το, ΝΑ [παρεκτείνω]1. το αποτέλεσμα τού παρεκτείνω, η επέκταση, προέκταση, προσθήκη, επιμήκυνση, το μάτισμα, το τσοντάρισμα2. κάθε τμήμα που προστίθεται σ' ένα σύνολο ως συμπλήρωμα με σκοπό την επέκτασή του, η τσόντα3. απόκομμα, απόσπασμα, μέρος, τμήμααρχ.παράταση.
Dictionary of Greek. 2013.